καταφέρομαι

καταφέρομαι
καταφέρομαι, καταφέρθηκα βλ. πίν. 218
——————
Σημειώσεις:
καταφέρνωκαταφέρομαι : με την έννοια δίνω (χτύπημα) απαντώνται και οι τύποι καταφέρω, κατέφερα (π.χ. του κατέφερε καίριο πλήγμα).
Το ρ. καταφέρομαι έχει αποκτήσει τελείως διαφορετική σημασία κατηγορώ, κατακρίνω με έντονο τρόπο.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταφέρομαι — καταφέρθηκα, εκφράζομαι εναντίον κάποιου με δυσμένεια: Καταφέρεται εναντίον των καθηγητών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφέρομαι — καταφέρω bring down pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • καταφέρνω — καταφέρνω, κατάφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: καταφέρνω – καταφέρομαι : με την έννοια → δίνω (χτύπημα) απαντώνται και οι τύποι καταφέρω, κατέφερα (π.χ. του κατέφερε καίριο πλήγμα). Το ρ. καταφέρομαι έχει αποκτήσει τελείως διαφορετική σημασία →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • επιμανίζω — ἐπιμανίζω (Μ) καταφέρομαι με μανία εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • καταβοώ — (AM καταβοῶ, άω) 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω («οὐ μόνον βοᾱν, ἀλλ ἤδη καὶ καταβοᾱν», Φίλ.) 2. καταφέρομαι εναντίον κάποιου από αγανάκτηση, αποδοκιμάζω με φωνές («κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν», Θουκ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καταστυγνάζω — (AM) [κατάστυγνος] μσν. καταφέρομαι παραπονούμενος εναντίον κάποιου αρχ. (σχόλ.) έχω όψη στυγνή, μελαγχολική, είμαι κατηφής, λυπημένος …   Dictionary of Greek

  • μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”